Η Ελληνική Οικονομία Σήμερα

Του Αλέξανδρου Κωστόπουλου, Προέδρου Σ.Ε.Ο.ΔΙ.

Το πρόβλημα της οικονομίας που ασθενεί και της διαφθοράς που ανθεί, αποτελούσαν ανέκαθεν την καυτή επικαιρότητα στη χώρα μας. Όπως πάντα, η Ελλάδα πορεύεται και σήμερα νομοτελειακά σ” έναπεριβάλλον που έχει σαν φόντο την πλημμύρα των σκανδάλων, και την δίνη των διαπλοκών και διαπλεκομένων, με την διαφορά όμως τώρα το όλο αλισβερίσι, μεταφέρθηκε στα τηλεπαράθυρα, όπου στο βωμό της τηλεθέασης, στήνονται δίκες, απαγγέλλονται καταδίκες, δικάζονται οι πάντες και καταδικάζονται και τα πάντα και ο διασυρμός κάθε αξίας και κάθε θεσμού αντανακλά την εικόνα μιας χώρας που ασθενεί βαρέως.

Έτσι, η Ελληνική Οικονομία συμμεριζόμενη και αυτή το κλίμα των ημερών και ευθυγραμμιζόμενη με την ρήση ότι «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, αλλά παραμένει ετοιμοθάνατη», παραμένει και αυτή στην εντατική για δεκαετίες τώρα, και αφού αναρρώσει για λίγο, και πάλι προ το… αναρρωτήριο τραβά.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια η Ελληνική Οικονομία ευρίσκεται διαρκώς υπό καθεστώς μέτρων θεραπείας και οι Έλληνες τιμωρούνται με μέτρα λιτότητας, τα οποία τελικώς ποτέ δεν επιβεβαίωσαν τις υποσχέσεις για καλύτερες μέρες (…και ωραιότερες νύχτες κλπ.) των κυβερνήσεων που τα εξήγγειλαν.

Και αντί για καλύτερες μέρες, ο Έλληνας διαπιστώνει ότι έχει εξαντλήσει όλες τις τρύπες του ζωναριού, και η μόνη τρύπα που τελικώς του έχει απομείνει, είναι …η τεράστια τρύπα των ελλειμμάτων!.

Αλλά ας εξετάσουμε και εμείς το μεγάλο ασθενή, την ελληνική οικονομία, μιας και ευρίσκεται ακόμη στην αναρρωτική κλίνη (και τις οίδεν για πόσο καιρό ακόμη).

Το διεθνές περιβάλλον.

Και πρώτα -πρώτα ας εξετάσουμε το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο είναι αναγκασμένη πλέον να λειτουργεί η οικονομία μας και προσδιορίζεται τόσο από τους κανόνες ένταξης της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όσο και από τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και του διεθνούς ανταγωνισμού.

Η χώρα μας λόγω της συμμετοχή της στην ευρωζώνη, έχει απωλέσει σε σημαντικό βαθμό τους μακροοικονομικούς αμυντικούς της μηχανισμούς. Δεν μπορεί π.χ. να υποτιμήσει το νόμισμα της για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της, ή να εκδώσει καινούργιο για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων της.

Εξάλλου, το ισχυρό ευρωπαϊκό νόμισμα, και η χαμηλή μας παραγωγικότητα μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας σε διεθνές επίπεδο. Επίσης, η ραγδαία άνοδος της τιμής του πετρελαίου, και το υψηλό εργατικό κόστος επιτείνουν τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.

Πρέπει επίσης να επισημανθεί η ολοένα και αυξανόμενη παρουσία της Κίνας στη διεθνή οικονομική σκηνή, η οποία με το πλεονέκτημα του χαμηλού εργατικού της κόστους, έχει προκαλέσει ισχυρούς κραδασμούς στην παγκόσμια οικονομία, και εκτοπίζει και τα δικά μας προϊόντα από τη διεθνή και την εγχώρια αγορά. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εισαγωγές από την Κίνα έχουν αυξηθεί τελευταία κατά 30%, κυρίως σε προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας, ενώ η μείωση της παραγωγής των προϊόντων αυτών στη χώρα μας μειώθηκε κατά 19%.

Το φαινόμενο της Κίνας και της Ινδίας θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερους κλυδωνισμούς στη διεθνή οικονομία, κυρίως στον τομέα της ενέργειας, αφού οι οικονομίες αυτές αναπτύσσονται, το βιοτικό επίπεδο των λαών αυτών βελτιώνεται, και η ζήτηση των οικονομιών αυτών σε ενέργεια κυρίως σε πετρέλαιο θα αυξηθεί δραματικά. Αντιλαμβάνεται κανείς τι θα συμβεί στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και πώς θα έχει διαμορφωθεί ο παγκόσμιος οικονομικός χάρτης όταν σε λίγα χρόνια οι δύο αυτές αγορές θα αντιπροσωπεύουν περίπου το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Καθώς εμείς δεν έχουμε αναπτύξει ακόμη τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, η οικονομία μας θα

βρεθεί σε εξαιρετικά δεινή θέση, αφού οι ανάγκες της σε ενέργεια εξαρτώνται κυρίως από το πετρέλαιο.

Μεγάλη πληγή για την οικονομία μας αποτελεί η εκροή κεφαλαίων και επενδύσεων στις γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής. Αυτό έχεις ως συνέπεια την μείωση της παραγωγής και την αύξηση της ανεργίας στη χώρα μας, η οποία φέτος προσέθεσε 80.000 ανέργους στο ταμείο ανεργίας.

Η είσοδος και παραμονή στη χώρα μας πλέον του ενός εκατομμυρίου οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν πάνω από το 11% του πληθυσμού της χώρας μας, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, που δεν αφορούν μόνον την ανεργία αλλά και τα διάφορα κοινωνικά και εθνικά μας ζητήματα. Οι ανεπιθύμητοι και χωρίς κανένα μεταναστευτικό πρόγραμμα μετανάστες, δεν αυξάνουν μόνο την ανεργία, παράγουν εγκληματικότητα, και δημιουργούν σοβαρά πολιτικά προβλήματα στη χώρα μας. Οι οικονομικοί μετανάστες, είτε ενσωματωθούν είτε όχι, θα δημιουργήσουν αναγκαστικά σοβαρά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα. Θα διαμόρφωναν σε μεγάλο βαθμό πολιτικό τοπίο της χώρας μας, αφού θα ήταν σε θέση π.χ. να εκλέγουν την κυβέρνηση της προτιμήσεως τους . Μπορεί να αντιληφθεί κανείς τι θα συμβεί στη χώρα μας, όταν ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι Αλβανοί και Σκοπιανοί λαμβάνουν εντολές από τις χώρες τους προκειμένου να ψηφίσουν το πολιτικό κόμμα που τους υπαγορεύουν οι χώρες αυτές που έχουν βλέψεις στο πολιτικό και εδαφικό δΐαΐιΐδ της Ελλάδος.

Η μη ενσωμάτωση τους, θα δημιουργήσει επίσης (πέραν της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής) και τεράστια κοινωνικά προβλήματα, όμοια με εκείνα της Γαλλίας που παρακολουθήσαμε πρόσφατα

Το εσωτερικό περιβάλλον

Ας δούμε τώρα την κατάσταση της οικονομίας μας, όπως διαμορφώνεται σήμερα στο εσωτερικό περιβάλλον.

Είναι γεγονός, ότι η δημοσιονομική κατάσταση της οικονομίας που παρέλαβε η παρούσα κυβέρνηση, δεν βρισκόταν στο επίπεδο που διαλαλούσε η προηγούμενη. Το έλλειμμα υπερέβαινε το 6% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), έναντι του 3% επιτρεπόμενου στις χώρες της ευρωζώνης. Το δημόσιο χρέος έφθανε στο 115% του Α.Ε.Π. έναντι 60% που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητος και η Ελλάδα βρέθηκε στην πρώτη θέση των πλέον χρεωμένων χωρών της Ε.Ε. από την τρίτη που κατείχε πρωτύτερα. Αυτό σημαίνει επίσης ότι κάθε Έλληνας χρωστάει σήμερα στους δανειστές του 22.000 €., ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 14.000 €., υποχωρώντας και εδώ στην τελευταία θέση της ευρωζώνης. Επιπλέον η ανεργία έχει ξεπεράσει το 10%, ( από 4% που ήταν το 1981).

Κατά συνέπεια οι δημοσιονομικοί δείκτες παραβίαζαν τους κανονισμούς της Ε.Ε. και για το λόγο αυτό η χώρα μας τέθηκε υπό καθεστώς επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η ανταγωνιστικότητα τις οικονομίας μας επιδεινώνεται δραματικά. Και στον τομέα αυτόν κατορθώσαμε να είμαστε τελευταίοι των 15 χωρών της ευρωζώνης. Είμαστε επίσης τελευταίοι στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων περίπου στο 0,8 του Α.Ε.Π. ετησίως έναντι 16% της Ιρλανδίας. (Παλαιότερα λέγαμε «να μην καταντήσουμε Ιρλανδία», δυστυχώς δεν… καταντήσαμε Ιρλανδία).

Η γραφειοκρατία , και η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση αποτελούν το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, και η χώρα μας φιγουράρει στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης και έχει κατρακυλήσει το επίπεδο των χωρών της… υποσαχάριας Αφρικής!. Η κατάσταση αυτή της οικονομίας μας, επιχειρήθηκε από την αντιπολίτευση να αποδοθεί στην πολυθρύλητη απογραφή. Βεβαίως ο πολιτικός χειρισμός της υπόθεσης αυτής ήταν λανθασμένος, πράγμα που έβλαψε την εικόνα της κυβέρνησης στο εσωτερικό και ζημίωσε τη χώρα μας στο εξωτερικό. Ο καταγγελτικός δηλαδή τρόπος αποκάλυψης των στοιχείων της απογραφής συνέβαλε στη λήψη των μέτρων στη χώρα μας από την Ε.Ε., υποβίβασε την πιστοληπτική μας ικανότητα και αξιοπιστία μας. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι δεν είναι μόνο η Ελλάδα παραβιάζει το Σύμφωνο Σταθερότητος.   Το  παραβιάζουν  κατά  κόρον  και  άλλες  χώρες   με  πρώτη  την  Πορτογαλία.

Παραβιάζεται δε ακόμη και από τις ισχυρές Γερμανία και Γαλλία. Επί πλέον μέτρα περιστολής των

ελλειμμάτων δεν λαμβάνονται μόνον για την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες όπως π.χ. για τη Γερμανία, όπου ο Φ.Π.Α αυξήθηκε τελευταία κατά 3%.

Ο Προϋπολογισμός που ψηφίστηκε στη Βουλή, αντανακλά τις τεράστιες αδυναμίες της οικονομίας μας. Το μεγάλο πρόβλημα αποτελούν οι ανελαστικές δαπάνες που αφορούν τους μισθούς και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, που αντιπροσωπεύουν το 48,4% των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού (19,6 δις €), καθώς και οι υποχρεώσεις μας σε τόκους που ανέρχονται σε 9,6 δις ευρώ και αντιπροσωπεύουν το 19% του συνόλου των δαπανών. Επίσης το 21% των πρωτογενών δαπανών (8,5 δις €) αντιπροσωπεύουν οι δαπάνες για την ασφάλιση και περίθαλψη. Κατόπιν αυτών, δεν υπάρχουν περιθώρια για την ενίσχυση της άμυνας της εκπαίδευσης και της κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες απορροφούν μόλις το 1,9% το 3,6% και το 4,2% του Α.Ε.Π. αντίστοιχα.

Τα έσοδα, δηλαδή του προϋπολογισμού δαπανώνται σε μη παραγωγικούς τομείς , ενώ θα έπρεπε να απευθύνονται στην έρευνα, στις επενδύσεις και στην εκπαίδευση, στους τομείς δηλαδή που αποδίδουν καρπούς στο μέλλον. Είναι τραγικό να δαπανάται σχεδόν το ήμισυ του προϋπολογισμού για τις ανεπαρκείς υπηρεσίες των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ διατίθενται ψιχία τους παραγωγικούς τομείς, οι οποίοι θα αποδώσουν στο μέλλον, δηλαδή θα επιστρέψουν το κόστος των επενδύσεων.

Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, η δημόσια περιουσία (Ο.Τ.Ε., Δ.Ε.Η., κ.λπ.) ιδιωτικοποιείται, δηλαδή ο Έλληνας πολίτης δεν έχει πλέον συμμετοχή στην περιουσία του αυτή. Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες πολίτες ξοδεύουν 2 δις ευρώ το χρόνο για την εκπαίδευση των παιδιών τους (φροντιστήρια κ.λπ.), εις πείσμα της πολυθρύλητης «δωρεάν παιδείας».

Από τη μια πλευρά, δηλαδή, ο κάθε Έλληνας πολίτης χρωστάει 22.000 € στους δανειστές, και από την άλλη δεν του έχει απομείνει καθόλου συμμετοχή στη δημόσια περιουσία. Και το σπουδαιότερο, οι δημόσιες δαπάνες δεν καλύπτουν αναπτυξιακούς τομείς.

Η Οικονομική πολιτική δηλαδή που ακολουθείται από την κυβέρνηση είναι εσφαλμένη.

Δηλαδή από τη μια πλευρά δανείζεται για να καλύψει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού που αντιστοιχούν σε μη αναπτυξιακές δαπάνες και από την άλλη ξεπουλάει τη δημόσια περιουσία. Η πολιτική αυτή θα έχει τραγικές συνέπειες για τις επόμενες γενιές.

Αξίζει επιπλέον να υπογραμμιστεί ότι η Ελληνική Οικονομία μεταπολεμικά από τη μια πλευρά απολάμβανε της δασμολογικής προστασίας το κράτους και από την άλλη ήταν προσανατολισμένη γύρω από την κρατική δραστηριότητα. Το κράτος ήταν ο βασικός πελάτης των ελληνικών επιχειρήσεων.

Η ιδιωτικοποίηση των Ελληνικών επιχειρήσεων, και η έκρηξη του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, έχουν αλλάξει άρδην τους κανόνες του παιχνιδιού για την Ελληνική επιχείρηση, η οποία πλέον καλείται να φέρει μόνη της εις πέρας την οικονομική της ανάπτυξη, η οποία τώρα παίζεται το διεθνές γήπεδο της παγκοσμιοποίησης.

Ο εξωστρεφής προσανατολισμός της οικονομίας μας θεωρείται πλέον αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης της. Απαιτείται δομική αλλαγή στην οικονομία μας, η οποία είναι αναγκασμένη πλέον να δραστηριοποιηθεί στο διεθνές περιβάλλον.

Τι Πρέπει να γίνει

Το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας και κατά συνέπειαν της ελληνικής κοινωνίας συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο δημόσια διοίκηση, γραφειοκρατία, διαφθορά. Οι έννοιες αυτές, που αποτελούν τα συγκοινωνούντα δοχεία της αθλιότητας της συναλλαγής του κράτους με τον πολίτη, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την κατάντια της οικονομίας.

Η διαφθορά, που πάει παρέα με την παραοικονομία, αποτελούν το όνειδος της χώρας μας. Η όψη της οικονομίας μας θα ήταν τελείως διαφορετική, αν ο τζίρος της παραοικονομίας που φθάνει τα 15 τρις δρχ. ετησίως από τα υπόγεια κανάλια της παραοικονομίας διοχετευόταν στην νόμιμη παραγωγική μας διαδικασία. Ο εκσυγχρονισμός, η απλοποίηση, η αυτοματοποίηση των διαδικασιών της δημόσιας διοίκησης

πράγμα θα βελτίωνε δραστικά τον προϋπολογισμό της χώρας και θα αποδέσμευε πόρους για τους παραγωγικούς και αναπτυξιακούς τομείς. Είναι αδιανόητο η χώρα μας να απασχολεί περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους π.χ. από τη Γαλλία με πενταπλάσιο πληθυσμό.

Επίσης οι αμοιβές των δημοσίων λειτουργών θα πρέπει θα συνδέονται με την αποτελεσματικότητα τους. Θα πρέπει επίσης να καθιερωθούν αυστηροί ελεγκτικοί μηχανισμοί στη δημόσια διοίκηση. Αυτό θα είχε ως συνέπεια την περιστολή της διαφθοράς και την βελτίωση της παραγωγικότητας τους.

Η κατάργηση τον απαρχαιωμένων νόμων και διαδικασιών θα μείωνε την γραφειοκρατία και την ταλαιπωρία των Ελλήνων πολιτών.

Η αναδιάρθρωση των δημοσίων δαπανών προς την κατεύθυνση της χρηματοδότησης παραγωγικών τομέων, όπως την παιδεία, τις υποδομές, την νέα τεχνολογία τον πολιτισμό θα βελτίωνε δραστικά την ανταποδοτικότητα των δημοσίων δαπανών.

Ένα άλλο μεγάλο θέμα της οικονομίας μας είναι αυτό της εξωστρέφειας. Καθώς επιχειρήσεις πλέον έχουν αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο της κρατικής προστασίας, καλούνται να λειτουργήσουν με τους κανόνες της διεθνούς αγοράς, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό και την έντονη κινητικότητα των προϊόντων τους. Τα ελληνικά προϊόντα όμως παρουσιάζουν χαμηλή ανταγωνιστικότητα έναντι των ξένων. Η πολιτεία πλέον πρέπει να συνδράμει τις ελληνικές επιχειρήσεις στη διαδικασία της προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες λειτουργίας της διεθνούς αγοράς. Επίσης η οικονομική διπλωματία πρέπει να προωθήσει τις διαδικασίες εκείνες που θα ενισχύσουν την παρουσία των ελληνικών προϊόντων στη διεθνή

αγορά. Η εξωστρέφεια λοιπόν είναι η μαγική λέξη για τις ελληνικές επιχειρήσεις αν θέλουν να επιβιώσουν.

Η Παιδεία αποτελεί την προϋπόθεση επιβίωσης της φυλής και του έθνους μας. Οικοδομεί τις βάσεις και χαράζει το δρόμο πάνω στον οποίο βαδίζει η ιστορία μας. Και όμως τα τελευταία χρόνια, γνωρίζει μία χωρίς προηγούμενο υποβάθμιση.

Πρέπει να δοθεί περιεχόμενο και όραμα στην παιδεία προς την κατεύθυνση του ενστερνισμού των νέων μας των ιδανικών και της φυσιογνωμίας της φυλής μας. Η επένδυση στην παιδεία αποτελεί τη σημαντικότερη διαδικασία των κυβερνήσεων.

Το ερώτημα που ευλόγως τίθεται τώρα είναι αν οι κυβερνήσεις υλοποιήσουν όλα αυτά που εκτέθηκαν προηγουμένως.

Δυστυχώς, η κοινή πείρα έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχουν σοβαρά περιθώρια αισιοδοξίας. Και αυτό διότι τα πολιτικά κόμματα, εγκλωβισμένα στη λογική της ποδοσφαιροποίησης της πολιτικής και της άρνησης για κάθε συνεργασία και σύνθεση προτάσεων και ιδεών, έχουν οδηγηθεί ουσιαστικά στην ακύρωση της άσκησης του θεσμικού τους ρόλου ως συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Ότι αποτελεί θέση για την κυβέρνηση αποτελεί κατ” ανάγκην άρνηση για την αντιπολίτευση και αντιστρόφως. Οι πολιτικοί μας ταγοί εξαντλούν τη δραστηριότητα στην εξασφάλιση της επανεκλογής τους. Και καθώς το συνταγματικά κατοχυρωμένο ασυμβίβαστο της βουλευτικής ιδιότητας με την άσκηση του επαγγέλματος, αποκλείει από τα βουλευτική έδρανα άτομα αξιόλογης επαγγελματικής και επιστημονικής δράσης, που θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν το κοινοβουλευτικό έργο, το πρόβλημα θα οξυνθεί περισσότερο.
Όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως προϋποθέτουν ευρεία πολιτική συναίνεση,κοινοβουλευτικό ήθος   και   πολιτικό   πολιτισμό    μεταξύ   των   κομμάτων   και   πάνω   απ’   όλα   θάρρος   και αποφασιστικότητα που θα διακύβευε ακόμη και τη βουλευτική τους έδρα. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις, η πολιτική βούληση εκπλήρωσης των όσων αναφέρθηκαν; Παρ” ότι   η απάντηση   μπορεί να   είναι απογοητευτική, είμαστε υποχρεωμένοι ως Έλληνες να αισιοδοξούμε, να ελπίζουμε και να αγωνιζόμαστε για εκείνο το αύριο που αξίζει στη χώρα μας.