Του Αλέξανδρου Κωστόπουλου, Προέδρου Σ.Ε.Ο.ΔΙ.
Αφού απέβησαν ατελέσφορα τα μέχρι τώρα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια προσπάθεια διάσωσης του ευρώ, με την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου σχεδίου διάσωσης της χώρας μας, επιδιώκει να το θέσει ως ανάχωμα στο ενδεχόμενο ενός ντόμινο ανεξέλεγκτων εξελίξεων στο χώρο της ευρωζώνης.
Με το σχέδιο αυτό, η οικονομική κρίση επιχειρείται να θεραπευθεί με μια σειρά μέτρων που έχουν δυστυχώς, ως κοινό παρανομαστή την εισπρακτική λογική, δηλαδή την αντιμετώπιση της ρευστότητας και που υπακούει σε μια σειρά από οξύμωρα σχήματα:
– Η εισπρακτική, ισοπεδωτική λογική των μέτρων αφαιρεί από την οικονομία, αυτό που ακριβώς χρειάζεται: την ρευστότητα. Η επιδείνωση της ρευστότητας οδηγεί νομοτελειακά στην κατάρρευση της οικονομίας.
– Η σωτηρία μας, επιχειρείται να επιτευχθεί με ταπεινωτικούς όρους υποτέλειας και ξεπουλήματος της χώρας, γι’ αυτό θίγει τη στοιχειώδη αρχή της εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδα μας. Αυτό λανσάρεται ως σωτηρία!
– Η κρίση επιχειρείται να θεραπευθεί από αυτούς που την προκάλεσαν, κατά συνέπεια δεν διαθέτουν το απαραίτητο συμβολικό και πολιτικό κεφάλαιο. Επί πλέον, η λογική των μέτρων αυτών είναι αντίθετη με την ιδεολογία του κόμματος που είναι στην εξουσία.
– Το σπουδαιότερο όλων είναι ότι στο Μνημόνιο αυτό, δεν διαλαμβάνονται μέτρα για την εξυγίανση του Δημοσίου τομέα, αφού το δημοσιονομικό μας πρόβλημα προκαλείται κατά κύριον λόγο, από τη διόγκωση του Δημοσίου τομέα. Εάν δεν μειωθεί ο το κόστος του δημόσιου τομέα και να προκύψει πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό, είναι αδύνατη η εξυπηρέτηση του χρέους. Όμως ο Δημόσιος τομέας παραμένει στο απυρόβλητο των προτεινόμενων μέτρων, καθώς αυτός αποτελεί το ποιμνιοστάσιο, την εκλογική πελατεία των κομμάτων και ως εκ τούτου παραμένει αλώβητος και ακέραιος.
Το μεσοπρόθεσμο διαλαμβάνει μέτρα για τη δημοσιονομική εξυγίανση, που σχετίζονται με τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική, καθώς και φορολογικά μέτρα, όπως η μείωση του ορίου των φοροαπαλλαγών, μείωση των συντάξεων, αύξηση του Φ.Π.Α, κ.λπ.
Περιλαμβάνει επίσης μέτρα για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και συνεχίζει με μέτρα για την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, την αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος, όπου διαλαμβάνει μέτρα επίσπευσης των δικαστικών αποφάσεων κλπ
Τα μέτρα αυτά, ισοπεδωτικής και εισπρακτικής λογικής, πλήττουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, και ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται κοινωνικά απαράδεκτα. Επιπλέον, αφαιρούν και την τελευταία ικμάδα ρευστότητας στην αγορά και βυθίζουν ακόμη περισσότερο την οικονομία στα τάρταρα της εξαθλίωσης.
Επί πλέον, οι ρυθμίσεις αυτές, αναφερόμενες στα θέματα εθνικής κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητας και
σε θέματα που προσδιορίζουν την ταυτότητα και το πολιτιστικό επίπεδο της κοινωνίας μας, όπως είναι η Παιδεία, τη Δικαιοσύνη, η Υγεία, αποτελούν μέτρα πουπροσβάλλουν την εθνική υπερηφάνεια του λαού μας. Η αποδοχή και υπογραφή μνημονίων αυτής της μορφής αποτελεί πράξη που ισοδυναμεί με εθνική υποτέλεια.
Το μεσοπρόθεσμο σχέδιο στην ουσία του, προβλέπει την μείωση (κούρεμα) της αξίας του χρέους προς τους ιδιώτες ομολογιούχους κατά 20%. Αυτό συνεπάγεται την μείωση του χρέους από 156% στο 132% του ΑΕΠ. Όμως για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους, η μείωση έπρεπε να ήταν 50% περίπου, κάτι που θα το οδηγούσε στα επίπεδα του 60% του ΑΕΠ στην καλύτερη περίπτωση. Δεδομένου ότι τα ελληνικά ομόλογα ανταλλάσσονται στην αγορά κατά 30-40% κάτω από την ονομαστική τους αξία, η διαφορά 10-20% αποτελεί «δώρο» στους τραπεζίτες και έτσι η χώρα μας έχασε την ευκαιρία να καταστήσει βιώσιμο το χρέος της. Γιατί έγινε αυτό;
Προφανώς διότι η κρίση από την αρχή, ίσως κάτω από την πίεση των άμεσων ταμιακών αναγκών, αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα ρευστότητας και υποβαθμίστηκε η μακροπρόθεσμη οικονομική της προοπτική. Έτσι, στις διαπραγματεύσεις της 21ης Ιουλίου η χώρα μας εμφανίστηκε χωρίς σχέδιο εθνικής στρατηγικής και χωρίς να υποστηρίξει την δραστική μείωση του χρέους κατά 50%. Τη στιγμή μάλιστα που μας «παρασημοφόρησαν» με το στίγμα της «επιλεκτικής χρεοκοπίας», φρονούμε ότιυπήρχαν περιθώρια διαπραγμάτευσης για τη μείωση του χρέους σε βιώσιμα επίπεδα.
Τώρα, εφαρμόζοντας την απλή αριθμητική, διαπιστώνουμε ότι τα νούμερα αρνούνται να επαληθεύσουν τις κυβερνητικές ζητωκραυγές, διότι «δεν βγαίνουν». Και εξηγούμεθα: Με το μεσοπρόθεσμο, οι τόκοι του χρέους θα είναι 20 περίπου δισ. ευρώ το χρόνο επί τριάντα χρόνια, πράγμα που ισοδυναμεί με το 25% των δημοσίων εσόδων. Σήμερα όμως το δημόσιο έλλειμμα ανέρχεται στο 25% των εσόδων. Αυτό σημαίνει ότι εφεξής το ετήσιο πλεόνασμα πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με 25% , αφού οι τόκοι αντιπροσωπεύουν το 25% των εσόδων. Για να προκύψει αυτό το πλεόνασμα θα πρέπει να συμβούν επαναστατικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο χώρο της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης και της κρατικής μηχανής. Δηλαδή: Να κατεδαφιστεί ο φαύλος και σπάταλος δημόσιος τομέας. Να χτυπηθεί δραστικά η γραφειοκρατία και η διαφθορά. Να συλληφθεί η φοροδιαφυγή. Να εφαρμοστεί ο νόμος, ώστε να διασφαλιστεί η προστασία των επιχειρήσεων και του πολίτη. Να είναι ποιο αποτελεσματική η κρατική μηχανή, η εκτελεστική εξουσία. Και προ πάντων να υπάρξει αναπτυξιακός προσανατολισμός της οικονομίας μας. Είναι δυνατόν να εφαρμοστούν όλα αυτά; Δεν θα τα πίστευε και ο πλέον αισιόδοξος.
Ο υδροκεφαλισμός και η διαφθορά στο δημόσιο τομέα, μαζί με την γραφειοκρατία και φοροδιαφυγή αποτελούν το τρίπτυχο της αθλιότητας της ελληνικής πραγματικότητας. Αν δεν χτυπηθούν τα συγκοινωνούντα αυτά δοχεία της ελληνικής παρακμής, δεν πρόκειται να υπάρξει λύση στο δημοσιονομικό μας πρόβλημα. Αυτό καθόλου δεν προκύπτει από τα διάφορα μνημόνια, αλλά και τους στόχους της κυβέρνησης .
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, φοβούμεθα ότι η χώρα μας εισέρχεται σε ένα φαύλο κύκλο μνημονίων και σεναρίων σωτηρίας με άγνωστες συνέπειες, αλλά με τη μόνη σίγουρη εξέλιξη: την εξαθλίωση του λαού μας από την ντε φάκτο πτώχευση ανεξάρτητα από το πώς θα την ονομάσουμε.
Η έξοδος από την κρίση είναι έργο ηράκλειο, αφού κρίνεται το μέλλον του πολιτειακής υπόστασης του Eλληνισμού. Η χώρα μας χρειάζεται επειγόντως ένα θαρραλέο σχέδιο ηθικής, διοικητικής και οικονομικής ανόρθωσης. Χρειάζεται ένα εθνικό μακρόπνοο πρόγραμμαγια την έξοδο της χώρας από την κρίση και
την ένταξή της στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Χρειάζεται ένα νέο οικονομικό και κοινωνικό συμβόλαιο απαλλαγμένο από τα στερεότυπα του παρελθόντος με συγκεκριμένες ιδέες και ορατούς στόχους.
Όμως, το πολιτικό μας προσωπικό, ακόμη και τώρα, στις κρίσιμες αυτές ώρες, φαίνεται να παραμένει εγκλωβισμένο στο σύνδρομο του λαϊκισμού και της μικροπολιτικής. Το πολιτικό κόστος να υπερτερεί του δημόσιου συμφέροντος. Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει αποφασιστικότητα και τόλμη. Να σημάνει εθνικός συναγερμός για την κινητοποίηση του εθνικού μας κεφαλαίου. Γι αυτό πρέπει ίσως οι πολιτικοί μας ταγοί να ενστερνιστούν ότι “Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία”. Τότε ίσως μπορούμε να ελπίζουμε.